τιθασευτής

τιθασευτής
τῐθᾰσ-ευτής, οῦ, ,
A one who tames, Ar.V. 704.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιθασευτής — ο, ΝΑ, θηλ. τιθασεύτρια Α [τιθασεύω] αυτός που τιθασεύει, δαμαστής νεοελλ. μτφ. αυτός που κάνει κάποιον υποχείριό του, που τόν υποτάσσει αρχ. μτφ. αυτός που συνηθίζει να κολακεύει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • τιθασευτήν — τιθασευτής one who tames masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασεύτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τιθασευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθασεύω + επίθημα τωρ (πρβλ. θηρεύ τωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”